μισθοδοτικός

μισθοδοτικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στη μισθοδοσία: Μισθοδοτικός έλεγχος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μισθοδοτικός — ή, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μισθοδότη ή στη μισθοδοσία («μισθοδοτική κατάσταση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”